- τεκνόθρεπτος
- τεκνό-θρεπτος, ὁ,A foster-child, TAM2.431 ([place name] Patara).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεκνόθρεπτος — ὁ, Α θετός γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. οἰκό θρεπτος] … Dictionary of Greek